- τοπομαχικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σχέση με την τοπομαχία: Τοπομαχικές επιχειρήσεις.2. το ουδ. ως ουσ., τοπομαχικό, το βαρύ πυροβόλο τοποθετημένο μόνιμα σε οχυρό, κάθε βαρύ πυροβόλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.